Greek Meaning of stretchability
ελαστικότητα
Other Greek words related to ελαστικότητα
Nearest Words of stretchability
- stretch reflex => Τανυστικό αντανακλαστικό
- stretch receptor => Υποδοχέας τεντώματος
- stretch pants => Ελαστικό παντελόνι
- stretch out => εκτείνετε
- stretch mark => ραγάδα
- stretch forth => εκτείνω, τεντώνω
- stretch along => τέντωμα κατά μήκος
- stretch => Τέντωμα
- stressor => Παράγοντας καταπόνησης
- stressful => αγχωτικό
Definitions and Meaning of stretchability in English
stretchability (n)
the capacity for being stretched
FAQs About the word stretchability
ελαστικότητα
the capacity for being stretched
έκταση,επέκταση,μήκος,πλάτος,απόσταση,έκταση,πεδίο,απλός,φτάνω,φύλλο
ελαχιστοποιώ,υποτιμώ,υποβαθμίζω,υποτιμώ
stretch reflex => Τανυστικό αντανακλαστικό, stretch receptor => Υποδοχέας τεντώματος, stretch pants => Ελαστικό παντελόνι, stretch out => εκτείνετε, stretch mark => ραγάδα,