Greek Meaning of minimize
ελαχιστοποιώ
Other Greek words related to ελαχιστοποιώ
- μειώνω
- απολύω
- υποτιμώ
- καταδικάζω
- επικρίνω
- καταγγέλλω
- εξευτελίζω
- καταγγέλλω
- απαξιώνω
- υποτιμώ
- εξευτελίζω
- έκπτωση
- Αντιπάθεια
- μειώνω
- προσβάλλω
- υποβαθμίζω
- ερειπωμένος
- Κατεβαίνω
- εξέγραψε
- συκοφαντώ
- κλάψε κάτω
- Dump στο
- Κακοποίηση
- μομφή
- συκοφαντώ
- δις
- αποθαρρύνω
- δυσφήμηση
- ατίμωση
- κακοήθης
- βάλω κάτω
- σκίζω
- μαλώνω
- συκοφαντία
- μεταφράζω
- συκοφαντώ
- ευτελίζω
- αποδοκιμάζει (κάτι)
- φιλί αποχαιρετισμού
- λυπάμαι, δεν έχω χρήματα
- Μπαρουφολογία
Nearest Words of minimize
- minimization => ελαχιστοποίηση
- minimise => ελαχιστοποίηση
- minimisation => ελαχιστοποίηση
- minimi => Minimi
- miniment => ελάχιστα
- minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη
- minimally => ελάχιστα
- minimalist => μινιμαλιστής
- minimalism => Μινιμαλισμός
- minimal brain dysfunction => Ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία
- minimized => ελαχιστοποιημένος
- minimizimg => ελαχιστοποίηση
- minimum => ελάχιστος
- minimum wage => κατώτατος μισθός
- minimus => μικρότερος
- mining => Μεταλλευτική
- mining bee => Μέλισσα της ορύξεως
- mining company => Μεταλλευτική εταιρεία
- mining engineer => μηχανικός εξόρυξης
- mining geology => Γεωλογία εξορύξεων
Definitions and Meaning of minimize in English
minimize (v)
make small or insignificant
represent as less significant or important
cause to seem less serious; play down
minimize (v. t.)
To reduce to the smallest part or proportion possible; to reduce to a minimum.
FAQs About the word minimize
ελαχιστοποιώ
make small or insignificant, represent as less significant or important, cause to seem less serious; play downTo reduce to the smallest part or proportion possi
μειώνω,απολύω,υποτιμώ,καταδικάζω,επικρίνω,καταγγέλλω,εξευτελίζω,καταγγέλλω,απαξιώνω,υποτιμώ
χειροκροτώ,εγκρίνω,Εγκρίνει,υψώνω,εξυμνώ,χάρη,δοξάζω,Επαινεῖν,μεγενθύνω,Έπαινος
minimization => ελαχιστοποίηση, minimise => ελαχιστοποίηση, minimisation => ελαχιστοποίηση, minimi => Minimi, miniment => ελάχιστα,