Greek Meaning of minimalism

Μινιμαλισμός

Other Greek words related to Μινιμαλισμός

Definitions and Meaning of minimalism in English

Wordnet

minimalism (n)

an art movement in sculpture and painting that began in the 1950s and emphasized extreme simplification of form and color

FAQs About the word minimalism

Μινιμαλισμός

an art movement in sculpture and painting that began in the 1950s and emphasized extreme simplification of form and color

Συντηρητισμός,κομψότητα,εγκράτεια,σεμνότητα,συγκράτηση,Απλότητα,_μείωση_,χάρη,βαρύτητα,Γεύση

επίδειξη,φλας,κιτς,λάμψη,Επίδειξη,Πρόφαση,Πρόφαση,προσποίηση,καλοντυμένος,υπερβολή

minimal brain dysfunction => Ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία, minimal brain damage => Ελάχιστη εγκεφαλική βλάβη, minimal art => Τέχνη μινιμαλισμού, minimal => ελάχιστος, minima => ελάχιστος,