Greek Meaning of minimized

ελαχιστοποιημένος

Other Greek words related to ελαχιστοποιημένος

Definitions and Meaning of minimized in English

Wordnet

minimized (s)

reduced to the smallest possible size or amount or degree

Webster

minimized (imp. & p. p.)

of Minimize

FAQs About the word minimized

ελαχιστοποιημένος

reduced to the smallest possible size or amount or degreeof Minimize

μικρό,λεπτό,μικρός,μικροσκοπικός,μίνι,μινιατούρα,τσέπη,αδύναμος,μικρός,μικρός

Υψηλός,υψηλός,ανυψωμένος,υπέροχος,ανυψωμένο,ψηλός,Ανυψωμένος,υψηλός,μεγάλος,ογκώδης

minimize => ελαχιστοποιώ, minimization => ελαχιστοποίηση, minimise => ελαχιστοποίηση, minimisation => ελαχιστοποίηση, minimi => Minimi,