Greek Meaning of minimized
ελαχιστοποιημένος
Other Greek words related to ελαχιστοποιημένος
- μικρό
- λεπτό
- μικρός
- μικροσκοπικός
- μίνι
- μινιατούρα
- τσέπη
- αδύναμος
- μικρός
- μικρός
- καχεκτικός
- μικροσκοπικός
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- μικρός
- Μπαντάμ
- συμπαγής
- κοντόχοντρος
- νάνος
- επίπεδος
- μισή πίντα
- μικρός
- μικροσκοπική
- μεγέθους πίντας
- σε μέγεθος πίντας
- τσέπης
- Τσέπης
- πυγμαίος
- τριβή
- ελαφρύ
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- κοντόχοντρος
- κοντόχοντρος
- πολύ μικρό
- νάνος
- Χαμηλός
- χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
- κοντός
- χαμηλοβλεπούσας
Nearest Words of minimized
- minimize => ελαχιστοποιώ
- minimization => ελαχιστοποίηση
- minimise => ελαχιστοποίηση
- minimisation => ελαχιστοποίηση
- minimi => Minimi
- miniment => ελάχιστα
- minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη
- minimally => ελάχιστα
- minimalist => μινιμαλιστής
- minimalism => Μινιμαλισμός
Definitions and Meaning of minimized in English
minimized (s)
reduced to the smallest possible size or amount or degree
minimized (imp. & p. p.)
of Minimize
FAQs About the word minimized
ελαχιστοποιημένος
reduced to the smallest possible size or amount or degreeof Minimize
μικρό,λεπτό,μικρός,μικροσκοπικός,μίνι,μινιατούρα,τσέπη,αδύναμος,μικρός,μικρός
Υψηλός,υψηλός,ανυψωμένος,υπέροχος,ανυψωμένο,ψηλός,Ανυψωμένος,υψηλός,μεγάλος,ογκώδης
minimize => ελαχιστοποιώ, minimization => ελαχιστοποίηση, minimise => ελαχιστοποίηση, minimisation => ελαχιστοποίηση, minimi => Minimi,