Greek Meaning of bitty

μικρό

Other Greek words related to μικρό

Definitions and Meaning of bitty in English

Wordnet

bitty (s)

(used informally) very small

FAQs About the word bitty

μικρό

(used informally) very small

αμελητέος - ελάχιστος,ατομικός,απειροελάχιστος,μικροσκοπικός,μικροσκοπικό,μικρός,μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,μινιατούρα,μικρός

αστρονομικός,μεγάλος,ογκώδης,κολοσσιαίος,σημαντικός,Κοσμικό,τεράστιος,εκτεταμένος,γίγαντας,γιγάντιος

bitts => δεσίματα, bittor bittour => Σταχτοτσικνιάς, bittock => Μπίτοκ, bitting => δάγκωμα, bittie => λίγη,