Greek Meaning of astronomical
αστρονομικός
Other Greek words related to αστρονομικός
- τεράστιος
- τεράστιος
- ωκεάνιος
- προφυλακτήρας
- κολοσσιαίος
- Κοσμικό
- κυκλώπειος
- ελεφαντώδης
- εκτεταμένος
- γαλαξιακός
- γιγαντιαίος
- γίγαντας
- γιγάντιος
- Μεγάλος
- ηρακλειώδης
- ηρωικός
- ηρωικός
- Ιμαλάια
- τεράστιος
- τεράστιος
- επιβλητικός
- άπειρος
- γίγαντας
- μαμούθ
- μαζικός
- μέγα
- ισχυρός
- Τέρας
- τερατώδης
- μνημειακός
- ορεινός
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- συντριπτικός
- φαραωνικός
- πλανητικός
- θαυμαστός
- σούπερ
- Τιτανικός
- τεράστιος
- απέραντος
- τεράστιος
- κοσμικός
- γιγαντιαίος
- Αύγουστος
- μεγάλος
- απεριόριστος
- Βροβδινγκνέγιος
- ογκώδης
- σπηλαιώδης
- σημαντικός
- φοβερός
- γιγαντιαίος
- καλός
- καλό
- μεγαλοπρεπής
- μεγάλος, καταπληκτικός
- αηδιαστικός
- όμορφος
- βαρύς
- τεράστιος
- αμέτρητος
- βασιλικό μέγεθος
- Μεγέθους κρεβατιού King
- αρκετά μεγάλος
- Λεβιάθαν
- υπέροχος
- επιβλητικός
- μεγάλος
- μονολιθικός
- Υπερμεγέθους
- υπερμεγέθης
- Υπερμεγέθης
- αξιόλογος
- σημαντικός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- ουσιαστικός
- τακτοποιημένος
- επιβλητικός
- τεράστιος
- ογκώδης
- εκκωφαντικός
- εντάξει
- μεγάλο
- υπερμεγέθης
- μικρό
- μικρός
- απειροελάχιστος
- λιλιπούτειος
- μικρό
- μικροσκοπικός
- μικροσκοπικός
- νάνος
- μινιατούρα
- αμελητέος - ελάχιστος
- τσέπη
- πυγμαίος
- μικρός
- μικροσκοπικός
- μικρός
- λίγο
- Μπαντάμ
- λεπτό
- μικρός
- μίνι
- μικροσκοπική
- αδύναμος
- μικρός
- μικροσκοπικό
- τσίμπημα
- πολύ μικρό
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- μικρο-
- μικροσκοπικός
- νάνος
- μισή πίντα
- μεγέθους πίντας
- σε μέγεθος πίντας
Nearest Words of astronomical
- astronomic => αστρονομικός
- astronomian => αστρονόμος
- astronomer => Αστρονόμος
- astronium fraxinifolium => Αστρόνιουμ το φραξινιφύλλουμ
- astronium => αστρονιο
- astronavigation => Αστρο ναυσιπλοΐα
- astronautics => Αστροναυτική
- astronautical => αστροναυτικός
- astronautic => αστροναυτική
- astronaut => αστροναύτης
- astronomical telescope => Αστρονομικό τηλεσκόπιο
- astronomical unit => αστρονομική μονάδα
- astronomical year => αστρονομικό έτος
- astronomically => αστρονομικά
- astronomize => αστρονομεί
- astronomy => αστρονομία
- astronomy satellite => Δορυφόρος αστρονομίας
- astronomy unit => Αστρονομική μονάδα
- astrophel => Αστροφίλ
- astrophotography => Αστροφωτογραφία
Definitions and Meaning of astronomical in English
astronomical (a)
relating or belonging to the science of astronomy
astronomical (s)
inconceivably large
astronomical (a.)
Of or pertaining to astronomy; in accordance with the methods or principles of astronomy.
FAQs About the word astronomical
αστρονομικός
relating or belonging to the science of astronomy, inconceivably largeOf or pertaining to astronomy; in accordance with the methods or principles of astronomy.
τεράστιος,τεράστιος,ωκεάνιος,προφυλακτήρας,κολοσσιαίος,Κοσμικό,κυκλώπειος,ελεφαντώδης,εκτεταμένος,γαλαξιακός
μικρό,μικρός,απειροελάχιστος,λιλιπούτειος,μικρό,μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,νάνος,μινιατούρα,αμελητέος - ελάχιστος
astronomic => αστρονομικός, astronomian => αστρονόμος, astronomer => Αστρονόμος, astronium fraxinifolium => Αστρόνιουμ το φραξινιφύλλουμ, astronium => αστρονιο,