Greek Meaning of astronautical
αστροναυτικός
Other Greek words related to αστροναυτικός
Nearest Words of astronautical
- astronautics => Αστροναυτική
- astronavigation => Αστρο ναυσιπλοΐα
- astronium => αστρονιο
- astronium fraxinifolium => Αστρόνιουμ το φραξινιφύλλουμ
- astronomer => Αστρονόμος
- astronomian => αστρονόμος
- astronomic => αστρονομικός
- astronomical => αστρονομικός
- astronomical telescope => Αστρονομικό τηλεσκόπιο
- astronomical unit => αστρονομική μονάδα
Definitions and Meaning of astronautical in English
astronautical (a)
of or belonging to astronauts or the science of astronautics
FAQs About the word astronautical
αστροναυτικός
of or belonging to astronauts or the science of astronautics
αστρικός,αστρονομικός,ουράνιος,αστέρι,αστρικός, λαμπερός,αστρικός,αστρονομικός,αστροφυσικός,εμπειρικός,ουράνιος
No antonyms found.
astronautic => αστροναυτική, astronaut => αστροναύτης, astrometry => αστρομετρία, astrometer => Αστρομέτρησης, astrometeorology => Αστρομετεωρολογία,