Greek Meaning of puny

αδύναμος

Other Greek words related to αδύναμος

Definitions and Meaning of puny in English

Wordnet

puny (s)

inferior in strength or significance

(used especially of persons) of inferior size

FAQs About the word puny

αδύναμος

inferior in strength or significance, (used especially of persons) of inferior size

μικρός,μικρός,τσέπη,μικρός,μικροσκοπικός,νάνος,νάνος,καλό,μισή πίντα,έλλειψη

μεγάλος,ογκώδης,σημαντικός,τεράστιος,γιγαντιαίος,γίγαντας,γιγάντιος,καλό,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός

punt-out => κλωτσιά, punting => κλοτσιά, punter => παίκτης, puntello => -, punta arenas => Πούντα Αρένας,