Greek Meaning of pupillary

κορηματικός

Other Greek words related to κορηματικός

Definitions and Meaning of pupillary in English

Wordnet

pupillary (a)

of or relating to the pupil of the eye

FAQs About the word pupillary

κορηματικός

of or relating to the pupil of the eye

λόγιος,μαθητής,πρωτοετής φοιτητής,Παιδί νηπιαγωγείου,αναγνώστης,μικτό,φοιτητής,Εσώκλειστος,Φοιτητής ανταλλαγής,νέος

μη φοιτητής

pupil => Μαθητής, pupet regime => Κυβέρνηση-μαριονέτα, pupate => χρυσαλλίδα, pupal => κουκλίστικος, pupa => Χρυσαλλίδα,