Greek Meaning of pupillary
κορηματικός
Other Greek words related to κορηματικός
Nearest Words of pupillary
- pupillary reflex => Κόρη αντανακλαστικό
- pupillary sphincter => Σφικτήρας κόρης
- puppet => Κούκλα
- puppet government => κυβέρνηση κούκλας
- puppet leader => Κουκλοπαίκτης
- puppet play => Θέατρο μαριονέτας
- puppet ruler => μαριονέτα κυβερνήτης
- puppet show => θέατρο μαριονέτας
- puppet state => Μαριονέτα-κράτος
- puppeteer => Κουκλοπαίκτης
Definitions and Meaning of pupillary in English
pupillary (a)
of or relating to the pupil of the eye
FAQs About the word pupillary
κορηματικός
of or relating to the pupil of the eye
λόγιος,μαθητής,πρωτοετής φοιτητής,Παιδί νηπιαγωγείου,αναγνώστης,μικτό,φοιτητής,Εσώκλειστος,Φοιτητής ανταλλαγής,νέος
μη φοιτητής
pupil => Μαθητής, pupet regime => Κυβέρνηση-μαριονέτα, pupate => χρυσαλλίδα, pupal => κουκλίστικος, pupa => Χρυσαλλίδα,