Greek Meaning of pup
κουτάβι
Other Greek words related to κουτάβι
- κουτάβι
- Σκυλάκι
- κουτάβι
- φέρμα
- ρακούνχαουντ
- σκύλος
- σκυλάκι
- κυνηγός
- κανακάρης
- μουλάρι
- Σκυλί διασταύρωσης
- Ποιμενικός σκύλος
- σκύλος έλκηθρου
- Θεματοφύλακας
- Λυκόσκυλο
- ιχνηλάτης λύκων
- Μπάντογκ
- σκύλος
- δρομέας
- μίγμα
- σκυλάκι
- σκύλος οδηγός
- κυνηγόσκυλο
- κυνηγόσκυλο
- αστυνομικός σκύλος
- σκύλος
- παιδί
- παιδί
- Σκύλος εργασίας
Nearest Words of pup
Definitions and Meaning of pup in English
pup (n)
young of any of various canines such as a dog or wolf
an inexperienced young person
pup (v)
give birth to (a puppy)
FAQs About the word pup
κουτάβι
young of any of various canines such as a dog or wolf, an inexperienced young person, give birth to (a puppy)
κουτάβι,Σκυλάκι,κουτάβι,φέρμα,ρακούνχαουντ,σκύλος,σκυλάκι,κυνηγός,κανακάρης,μουλάρι
διακόπτω,χάσει,αποβολή
puny => αδύναμος, punt-out => κλωτσιά, punting => κλοτσιά, punter => παίκτης, puntello => -,