Greek Meaning of doggy
σκυλάκι
Other Greek words related to σκυλάκι
- τυρώδης
- παλιομοδίτικος
- έξω
- ξεπερασμένος.
- κολλώδης
- μη ελκυστικός
- όχι κουλ
- ξεπερασμένος
- αχτένιστος
- άχαρος
- άκομψος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- άμορφος
- άνοστος
- χυδαίος
- άπρεπος
- ατημέλητος
- άκομψος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- Αχιούμον
- ξεπερασμένος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ύπουλος
- άσχημος
Nearest Words of doggy
Definitions and Meaning of doggy in English
doggy (n)
informal terms for dogs
FAQs About the word doggy
σκυλάκι
informal terms for dogs
σκύλος,σκύλος,Σκυλί διασταύρωσης,σκύλος,κουτάβι,κουτάβι,παιδί,παιδί,φέρμα,μίγμα
τυρώδης,παλιομοδίτικος,έξω,ξεπερασμένος.,κολλώδης,μη ελκυστικός,όχι κουλ,ξεπερασμένος,αχτένιστος,άχαρος
doggrel => Κακέμφατο ποίημα, doggo => Ντόγκο (ntógo), doggish => Κυνώδης, dogging => Περίπατος με το σκύλο, doggie bag => Ντογκιμπάγκ,