Greek Meaning of unstylish

άκομψος

Other Greek words related to άκομψος

Definitions and Meaning of unstylish in English

Wordnet

unstylish (a)

lacking in style or elegance

not in accord with or not following current fashion

FAQs About the word unstylish

άκομψος

lacking in style or elegance, not in accord with or not following current fashion

τυρώδης,παλιομοδίτικος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,άκομψος,κολλώδης,άνοστος,χυδαίος,ξεπερασμένος,ακατάλληλος

κατάλληλος,σικ,κλασικός,κομψός,συντηρητικός,Σωστό,κομψός,εξαίσιος,μοντέρνος,καλό

unstuff => ξεπακετάρω, unstudious => Αναμάθητος, unstudied => αμελέτητος, unstuck => ξεκόλλησε, unstrung => Αλυσίδες,