Greek Meaning of kitschy

κιτς

Other Greek words related to κιτς

Definitions and Meaning of kitschy in English

Wordnet

kitschy (s)

effusively or insincerely emotional

FAQs About the word kitschy

κιτς

effusively or insincerely emotional

τυρώδης,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,κιτς,φρικτός,επιδεικτικός,επιδεικτικός,επιδεικτικός,πιτσιλίσματος

κομψός,όμορφος,Γεύση,άριστος,καλό,καλός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,ανώτερος,πρώτη θέση

kitsch => κιτς, kitling => γατάκι, kitish => κιτς, kithe => ??, kithara => Κιθάρα,