FAQs About the word kittening

γέννα γατών

of Kitten

γέννηση,αναπαραγωγή,τοκετός,δημιουργώντας,αποκτώντας,Αστείο,προσάναμμα,Απορρίμματα,πολλαπλασιαστής,πολλαπλασιαζόμενος

Διακοπή (μαθημάτων),Χάνοντας,αποβολή

kittened => γέννησε γατάκια, kitten => Γατάκι, kittel => Τσάι, kittee => γάτα, kitte => γατάκι,