Greek Meaning of birthing
Γέννηση
Other Greek words related to Γέννηση
Nearest Words of birthing
- birthdom => Τόπος γέννησης
- birthday suit => κοστούμι γενεθλίων
- birthday present => δώρο γενεθλίων
- birthday party => πάρτι γενεθλίων
- birthday gift => δώρο γενεθλίων
- birthday card => Κάρτα γενεθλίων
- birthday cake => Γενέθλια τούρτα
- birthday => γενέθλια
- birth-control reformer => Μεταρρυθμιστής της αντισύλληψης
- birth-control campaigner => υποστηρικτής του ελέγχου των γεννήσεων
Definitions and Meaning of birthing in English
birthing (n)
the process of giving birth
birthing (n.)
Anything added to raise the sides of a ship.
FAQs About the word birthing
Γέννηση
the process of giving birthAnything added to raise the sides of a ship.
παράδοση,έχοντας,μητρότητα,παραγωγική,ρουλεμάν,αναπαραγωγή,πτώση,γέννηση,εργαζόμενος,αναπαραγωγή
Διακοπή (μαθημάτων),Χάνοντας,αποβολή
birthdom => Τόπος γέννησης, birthday suit => κοστούμι γενεθλίων, birthday present => δώρο γενεθλίων, birthday party => πάρτι γενεθλίων, birthday gift => δώρο γενεθλίων,