Greek Meaning of whelping
γέννα
Other Greek words related to γέννα
Nearest Words of whelping
Definitions and Meaning of whelping in English
whelping (p. pr. & vb. n.)
of Whelp
FAQs About the word whelping
γέννα
of Whelp
τοκετός,προσάναμμα,γέννα,γέννηση,αναπαραγωγή,Πατρότητα,δημιουργώντας,Αστείο,γέννα γατών,εργαζόμενος
Διακοπή (μαθημάτων),Χάνοντας,αποβολή
whelped => γέννησε, whelp => κουτάβι, whelming => συντριπτικός, whelmed => κατακλυσμένος, whelm => κατακλύζω,