FAQs About the word whelping

γέννα

of Whelp

τοκετός,προσάναμμα,γέννα,γέννηση,αναπαραγωγή,Πατρότητα,δημιουργώντας,Αστείο,γέννα γατών,εργαζόμενος

Διακοπή (μαθημάτων),Χάνοντας,αποβολή

whelped => γέννησε, whelp => κουτάβι, whelming => συντριπτικός, whelmed => κατακλυσμένος, whelm => κατακλύζω,