FAQs About the word whelped

γέννησε

of Whelp

εκτρεφόμενος,γέννησε,πατέρας,παραχθεί,αστειεύομαι,άναψε,σκορπισμένα,(κουτάβια),πατέρας,γέννησε

έκτρωση,χαμένος,αποβάλλω

whelp => κουτάβι, whelming => συντριπτικός, whelmed => κατακλυσμένος, whelm => κατακλύζω, whelky => σαλιγκάρι,