Greek Meaning of bred

εκτρεφόμενος

Other Greek words related to εκτρεφόμενος

Definitions and Meaning of bred in English

Webster

bred ()

imp. & p. p. of Breed.

Webster

bred (imp. & p. p.)

of Breed

FAQs About the word bred

εκτρεφόμενος

imp. & p. p. of Breed., of Breed

πολλαπλασιασμένο,μεταδιδόμενο,αναπαράγω,προικισμένος,παραχθεί,εκκολαμμένος/εκκολαμμένη,τεκνοποιούσε,παραγόμενος,πατέρας,γεννήθηκε

κακοποιημένος,κακοποιημένος,κακομεταχειρισμένο,κακοποιημένος,παραμελημένος,βλάβη,πόνος,Κακοποιημένος,κακομεταχειρισμένοι,τραυματισμένος

brecht => Μπρεχτ, brecciated => Brecciated, brecciate => βρεχία, breccia => Βρεχεία, breathtaking => συναρπαστικός,