Greek Meaning of gendered
με βάση το φύλο
Other Greek words related to με βάση το φύλο
Nearest Words of gendered
- gendering => διαχωρισμός φύλων
- genderless => άφυλος
- gene => Γονίδιο
- gene chip => Γονιδιακό τσιπ
- gene delivery vector => Διανυστής μεταφοράς γονιδίου
- gene expression => Έκφραση γονιδίων
- gene kelly => Τζιν Κέλι
- gene linkage => Γενετική σύνδεση
- gene mutation => Γενετική μετάλλαξη
- gene sarazen => Τζιν Σαραζέν
Definitions and Meaning of gendered in English
gendered (imp. & p. p.)
of Gender
FAQs About the word gendered
με βάση το φύλο
of Gender
θηλυκός,αρσενικός
ανδρόγυνος,άφυλος,αμφιφυλόφιλος,Αμφιφυλόφιλος,Ασεξουαλικό,άφυλος,unisex,ουδέτερος
gender role => ρόλος φύλου, gender identity => Ταυτότητα φύλου, gender agreement => συμφωνία γένους, gender => φύλο, gendarmes => Χωροφύλακες,