FAQs About the word sexless

άφυλος

having no or imperfectly developed or nonfunctional sex organs, having no sexual desire, sexually unattractiveHaving no sex.

Αμφιφυλόφιλος,Ασεξουαλικό,ανδρόγυνος,Επίκοινος,ουδέτερος,άφυλος,αμφιφυλόφιλος

θηλυκός,αρσενικός,με βάση το φύλο

sexisyllable => εξασύλλαβη λέξη, sexist => σεξιστής, sexism => σεξισμός, sexfid => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση, sexennially => κάθε έξι χρόνια,