FAQs About the word genderless

άφυλος

Having no gender.

ανδρόγυνος,αμφιφυλόφιλος,Αμφιφυλόφιλος,unisex,Ασεξουαλικό,άφυλος

θηλυκός,με βάση το φύλο,αρσενικός

gendering => διαχωρισμός φύλων, gendered => με βάση το φύλο, gender role => ρόλος φύλου, gender identity => Ταυτότητα φύλου, gender agreement => συμφωνία γένους,