Greek Meaning of gendarme
χωροφύλακας
Other Greek words related to χωροφύλακας
- αστυνομικός
- αστυνομικός
- αξιωματούχος
- αστυνομικός
- αστυνομικός
- Χαλκός
- Φύλακας του νόμου
- Αστυνομία
- αστυνομικός
- σερίφης
- ταύρος
- Καπετάνιος
- αστυνομία
- ντετέκτιβ
- Πλατυποδία
- χνούδι
- ιδιωτικός ντετέκτιβ
- hawkshaw
- επιθεωρητής
- ερευνητής
- ανθυπολοχαγός
- άντρας
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- λειτουργικός
- Αστυνομικός
- Αστυνομικός
- ντετέκτιβ με πολιτικά
- Αστυνομία
- Αστυνομίνα
- λοχίας
- ντετέκτιβ
- Σέρλοκ
- ντετέκτιβ
- στρατιώτης
Nearest Words of gendarme
Definitions and Meaning of gendarme in English
gendarme (n)
a French policeman
gendarme (n.)
One of a body of heavy cavalry.
An armed policeman in France.
FAQs About the word gendarme
χωροφύλακας
a French policemanOne of a body of heavy cavalry., An armed policeman in France.
αστυνομικός,αστυνομικός,αξιωματούχος,αστυνομικός,αστυνομικός,Χαλκός,Φύλακας του νόμου,Αστυνομία,αστυνομικός,σερίφης
Πολίτης
genappe => Genappe, gena => γονίδιο, gen x => Γενιά Χ, gen => Γονίδιο, gemul => Gemul,