Greek Meaning of copper
Χαλκός
Other Greek words related to Χαλκός
- αστυνομικός
- αστυνομικός
- αξιωματούχος
- αστυνομικός
- αστυνομικός
- ταύρος
- Πλατυποδία
- χνούδι
- χωροφύλακας
- επιθεωρητής
- Φύλακας του νόμου
- Αστυνομία
- αστυνομικός
- σερίφης
- Καπετάνιος
- αστυνομία
- ντετέκτιβ
- ιδιωτικός ντετέκτιβ
- hawkshaw
- θερμότητα
- ερευνητής
- ανθυπολοχαγός
- άντρας
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- λειτουργικός
- Αστυνομικός
- Αστυνομικός
- ντετέκτιβ με πολιτικά
- Αστυνομία
- Αστυνομίνα
- Ιδιωτικός Ερευνητής
- ιδιωτικός ερευνητής
- ιδιωτικός ερευνητής
- λοχίας
- ντετέκτιβ
- Σέρλοκ
- ντετέκτιβ
- ιχνηλάτης
- στρατιώτης
Nearest Words of copper
- copper beech => Οξυά η χαλκόφυλλος
- copper color => χαλκόχρωμος
- copper colored => Χάλκινος
- copper glance => χαλκοπυρίτης
- copper mine => Μεταλλείο χαλκού
- copper nose => Χάλκινη μύτη
- copper oxide => Οξείδιο του χαλκού
- copper pyrites => Χαλκοπυρίτης
- copper rockfish => χαλκόψαρο
- copper sulfate => Θειικός χαλκός
Definitions and Meaning of copper in English
copper (n)
a ductile malleable reddish-brown corrosion-resistant diamagnetic metallic element; occurs in various minerals but is the only metal that occurs abundantly in large masses; used as an electrical and thermal conductor
a copper penny
uncomplimentary terms for a policeman
a reddish-brown color resembling the color of polished copper
any of various small butterflies of the family Lycaenidae having coppery wings
copper (v)
coat with a layer of copper
FAQs About the word copper
Χαλκός
a ductile malleable reddish-brown corrosion-resistant diamagnetic metallic element; occurs in various minerals but is the only metal that occurs abundantly in l
αστυνομικός,αστυνομικός,αξιωματούχος,αστυνομικός,αστυνομικός,ταύρος,Πλατυποδία,χνούδι,χωροφύλακας,επιθεωρητής
Πολίτης
copout => δικαιολογία, copolymerize => Συζευγοπολυμερισμός, copolymerise => Συνπολυμερίζω, copolymer => Συνπολυμερές, copley => Κόπλεϊ,