Greek Meaning of policeman

αστυνομικός

Other Greek words related to αστυνομικός

Definitions and Meaning of policeman in English

Wordnet

policeman (n)

a member of a police force

Webster

policeman (n.)

A member of a body of police; a constable.

FAQs About the word policeman

αστυνομικός

a member of a police forceA member of a body of police; a constable.

αστυνομικός,αστυνομικός,αξιωματούχος,αστυνομικός,Χαλκός,ντετέκτιβ,Πλατυποδία,χωροφύλακας,επιθεωρητής,ερευνητής

Πολίτης

policed => αστυνομεύεται, police work => Αστυνομική εργασία, police wagon => περιπολικό, police van => Αστυνομικό βαν, police station => αστυνομικό τμήμα,