Greek Meaning of peace officer

Αστυνομικός

Other Greek words related to Αστυνομικός

Definitions and Meaning of peace officer in English

Wordnet

peace officer (n)

an officer of the law

FAQs About the word peace officer

Αστυνομικός

an officer of the law

Αστυνομία,αστυνομικός,αστυνομικός,ταύρος,αστυνομικός,αστυνομικός,Χαλκός,ντετέκτιβ,,Πλατυποδία

Πολίτης

peace offering => ειρηνευτική προσφορά, peace of westphalia => Ειρήνη της Βεστφαλίας, peace of mind => Ειρήνη του νου, peace march => Πορεία ειρήνης, peace lily => κρίνος της ειρήνης,