Greek Meaning of lawman

Φύλακας του νόμου

Other Greek words related to Φύλακας του νόμου

Definitions and Meaning of lawman in English

Wordnet

lawman (n)

an officer of the law

FAQs About the word lawman

Φύλακας του νόμου

an officer of the law

αστυνομικός,αστυνομικός,αξιωματούχος,αστυνομικός,σερίφης,Χαλκός,ντετέκτιβ,Πλατυποδία,χωροφύλακας,ερευνητής

Πολίτης

lawmaking => νομοθέτηση, law-makers => Νομοθέτες, lawmaker => Νομοθέτης, lawm => γκαζόν, lawlessness => ανομία,