Greek Meaning of gumshoe
ιδιωτικός ντετέκτιβ
Other Greek words related to ιδιωτικός ντετέκτιβ
Nearest Words of gumshoe
Definitions and Meaning of gumshoe in English
gumshoe (n)
someone who is a detective
a waterproof overshoe that protects shoes from water or snow
FAQs About the word gumshoe
ιδιωτικός ντετέκτιβ
someone who is a detective, a waterproof overshoe that protects shoes from water or snow
ντετέκτιβ,ερευνητής,,λειτουργικός,Ιδιωτικός Ερευνητής,ιδιωτικός ερευνητής,ιδιωτικός ερευνητής,ντετέκτιβ,ντετέκτιβ,ομοσπονδιακός
No antonyms found.
gumshield => Προστατευτικό δοντιών, gumptious => νόστιμος, gumption => Τόλμη, gump => Γκαμπ, gummy => κολλώδης,