FAQs About the word gumming

τσίχλα

ineffectual chewing (as if without teeth)of Gum

σβώλιασμα,συσσωμάτωση,συμπύκνωση,πήξη,πήξη,κατάψυξη,συσσωμάτωση,πύκνωση,Πήξη,πηκτικός

ροή,Τήξη,υγροποιώντας,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός,υγροποιών

gumminess => ιξώδες υγρό, gummiferous => Γομμοφόρος, gummer => Γόμα, gummed label => Ετικέτα από καουτσούκ, gummed => κόμμι,