FAQs About the word curdling

πήξη

the process of forming semisolid lumps in a liquid

διάλυση,ζύμωση,ξίνισμα,που καταρρέει,παρακμή,αποσύνθεση,διάλυση,σάπιος,αποσύνθεση,αλλοίωση

ανάπτυξη,ωρίμανση,Ώριμανση

curdled => πήξε, curdle => πήζω, curd => Τυρί γάλακτος, curcuma longa => Κουρκουμάς, curcuma domestica => Κουρκουμάς,