FAQs About the word crumbling

που καταρρέει

crisp sense 2, something crumbled, to break into small pieces, to break down completely, to fall into ruin, to fall into small pieces

διάλυση,κατανομή,διαφθορά,παρακμή,αποσύνθεση,διάλυση,αποσύνθεση,σάπιος,αλλοίωση,πήξη

ανάπτυξη,ωρίμανση,Ώριμανση

crumbled => θρυμματισμένος, cruising => κρουαζιέρα, cruises => κρουαζιέρες, cruisers => καταδρομικά, cruised => πλεύρισε,