FAQs About the word crumped

τσαλακωμένος

shell, bomb, a crunching sound, to explode heavily, crunch, brittle

φυσώ,πυροδοτηθεί,εξερράγη,σκασμένος,ανατίναξε,εκραγώ,έσπασε,θρυμματισμένος,συντριμμένος,έφυγε

κατέρρευσε,εξερράγη προς τα μέσα,σβήστηκε

crumminess => κακότητα, crumby => τριφτός, crumbs => ψίχουλα, crumbling => που καταρρέει, crumbled => θρυμματισμένος,