Greek Meaning of crunched (on)

με πίεση (σε)

Other Greek words related to με πίεση (σε)

Definitions and Meaning of crunched (on) in English

crunched (on)

to chew (a piece of food) in a way that makes a loud sound

FAQs About the word crunched (on)

με πίεση (σε)

to chew (a piece of food) in a way that makes a loud sound

Μπιτ (τοποθετημένο),μαστό,δαγκώνω,ροκανισμένο (σε),έφαγε,μάσησε,μασάω,καταναλώνεται,μασήθηκε,δαγκωμένο

No antonyms found.

crunched => συνθλιμμένος, crunch times => δύσκολες εποχές, crunch time => Κρίσιμος χρόνος, crunch (on) => τρίζω (σε), crumpling => τσαλακώνω,