Greek Meaning of pecked (at)
τσιμπολογώ
Other Greek words related to τσιμπολογώ
- ικετεύω
- πρότρεψε
- επέλεξε
- ενοχλημένος
- παρενοχλητικός
- ενοχλημένο
- επίμονος
- παρενοχλημένος
- Σπιτομουσάφης
- καταδιωκόμενος
- γκρίνιαζε
- βελόνα
- επέκρινε
- ανησυχεί
- έσπρωξε
- γαβγίζει (σε)
- δόλωμα
- κολακεμένος
- υπό παρακολούθηση
- πεισθεί
- βιασμένος
- πείθει
- έριξε αυγά
- παρότρυνε
- παρότρυνε
- ταλαιπωρημένος
- παρακίνησε
- επέμεινε
- παρενοχλούμενος
- ταλαιπωρημένος
- ικετεύω
- ικέτευσε
- υποσχέθηκε
- πιεσμένο
- rode
- ενοχλημένος
- πείθεται
- κυνηγημένος
- ενοχλημένος
- ενοχλημένος
- γκρινιάρης
- πιεσμένος
- προέτρεψε
- προτρέπονται
- υποκινεί
- ενοχλημένος
Nearest Words of pecked (at)
Definitions and Meaning of pecked (at) in English
pecked (at)
to take small bites of (food)
FAQs About the word pecked (at)
τσιμπολογώ
to take small bites of (food)
ικετεύω,πρότρεψε,επέλεξε,ενοχλημένος,παρενοχλητικός,ενοχλημένο,επίμονος,παρενοχλημένος,Σπιτομουσάφης,καταδιωκόμενος
προτεινόμενο,επαινεμένος,επαίνεσε,χειροκρότησε.,κατασκευασμένος,επαινεμένος,διαφημιζόμενος,αποθεωμένος,επαινέθηκε,υμνεί
peck orders => ιεραρχίες, peck order => ιεραρχία, peck (at) => κλωσάω, peccadilloes => αμαρτήματα, peasants => αγρότες,