Greek Meaning of pleaded

ικέτευσε

Other Greek words related to ικέτευσε

Definitions and Meaning of pleaded in English

Webster

pleaded (imp. & p. p.)

of Plead

FAQs About the word pleaded

ικέτευσε

of Plead

ισχυρίστηκε,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,αμφισβητούμενο,εξηγήθηκε,δικαιολογημένη,συντηρημένο,αιτιολογημένος,συναγόμενο,απολογούσε

No antonyms found.

pleadable => υπερασπίσιμος, plead => ικετεύω, pleaching => Πλέξιμο, pleached => πλεγμένος, pleach => πλέκω,