Greek Meaning of asserted
διεβεβαίωσε
Other Greek words related to διεβεβαίωσε
- επιβεβαιωμένος
- ανακοινώθηκε
- Δηλωθεί
- διακήρυξε
- επαγγελματικός
- δήλωσε
- ομολογημένος
- υπερασπίστηκε
- εξηγήθηκε
- εγγυημένος
- δικαιολογημένη
- Κατέθεσε
- είπε
- τονισμένος
- τονισμένη
- προηγμένος
- διαφημισμένο
- απολογούσε
- σίγουρος
- εγγυήθηκε
- φλεγόμενος
- ενισχυμένο
- ονομαζόμενος
- πρωταθλητής
- πεπεισμένος
- τονισμένος
- αρραβωνιασμένος
- πεπεισμένος
- συνδεδεμένο
- προαγόμενος
- προφέρεται
- δημοσιοποιημένο
- εκλογικευμένο
- επανέλαβε
- επαναβεβαιωμένος
- αγχωμένος
- υποστηριζόμενος
- υπογραμμισμένο
- υπογραμμισμένος
- διατήρησε
Nearest Words of asserted
Definitions and Meaning of asserted in English
asserted (s)
confidently declared to be so
asserted (imp. & p. p.)
of Assert
FAQs About the word asserted
διεβεβαίωσε
confidently declared to be soof Assert
επιβεβαιωμένος,ανακοινώθηκε,Δηλωθεί,διακήρυξε,επαγγελματικός,δήλωσε,ομολογημένος,υπερασπίστηκε,εξηγήθηκε,εγγυημένος
ελαχιστοποιημένος,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,υποτονικός
assertable => επιβεβαιώσιμος, assert oneself => Επιβεβαιώνω τον εαυτό μου, assert => προτείνω, assentment => συγκατάθεση, assentive => συναινετικό,