Greek Meaning of avowed

ομολογημένος

Other Greek words related to ομολογημένος

Definitions and Meaning of avowed in English

Wordnet

avowed (s)

openly declared as such

Webster

avowed (imp. & p. p.)

of Avow

Webster

avowed (a.)

Openly acknowledged or declared; admitted.

FAQs About the word avowed

ομολογημένος

openly declared as suchof Avow, Openly acknowledged or declared; admitted.

κατηγορηματικός,Δηλωθεί,ορισμένος,σαφής,εκφράζω,συγκεκριμένος,δηλωμένο,αναμφίβολος,αναμφισβήτητος,κατηγορηματικός

ασαφής,έμμεσος,σιωπηρός,εξαγόμενο,ασαφής,ελικοειδής,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αμφίβολος

avowant => Ομολογών, avowance => ομολογία, avowal => ομολογία, avowable => ομολογημένο, avow => ομολογώ,