Greek Meaning of intelligible
Κατανοητός
Other Greek words related to Κατανοητός
Nearest Words of intelligible
- intelligibility => ευκρίνεια
- intelligentsia => Διανόηση
- intelligently => ευφυώς
- intelligentiary => υπηρεσίες πληροφοριών
- intelligential => διανοούμενος
- intelligent => έξυπνος
- intelligency => νοημοσύνη
- intelligencing => πληροφοριών
- intelligencer => πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών
- intelligence test => Δοκιμασία νοημοσύνης
Definitions and Meaning of intelligible in English
intelligible (s)
capable of being apprehended or understood
intelligible (a)
well articulated or enunciated, and loud enough to be heard distinctly
intelligible ()
Capable of being understood or comprehended; as, an intelligible account or description; intelligible pronunciation, writing, etc.
FAQs About the word intelligible
Κατανοητός
capable of being apprehended or understood, well articulated or enunciated, and loud enough to be heard distinctlyCapable of being understood or comprehended; a
Προσβάσιμο,κατανοητός,κατανοητός,κατανοητό,συνεκτικός,κατανοητός,κατανοητό,Αναγνώσιμο,ανεξιχνίαστος,αρθρωτός
ασυνεπής,ακατανόητος,εσωτερικός,ανεξιχνίαστος,αναίσθητος,μυστηριώδης,ασαφής,μυστηριώδης,άναρθρος
intelligibility => ευκρίνεια, intelligentsia => Διανόηση, intelligently => ευφυώς, intelligentiary => υπηρεσίες πληροφοριών, intelligential => διανοούμενος,