Greek Meaning of intelligibility
ευκρίνεια
Other Greek words related to ευκρίνεια
- αμφισημία
- Διασάφηση
- αδιαπερατότητα
- Ακαταληψία
- ακαταληψία
- λοξότητα
- Λοξότητα
- Ασαφής
- αδιαφάνεια
- αδιαφάνεια
- ασαφήνεια
- ακαταληψία
- διφορούμενο
- δολιότητα
- λυκόφως
- διφορούμενος
- ασυναρτησία
- εμμέσως
- ασαφήνεια
- σκοτάδι
- αοριστία
- Περιστροφή
- ασυνέπεια
- λιποθυμία
- θόλωμα
- Ακαταληψία
- Ανεξερευνήσιμος
- θολερότητα
- αοριστία
- ακαταληψία
Nearest Words of intelligibility
- intelligentsia => Διανόηση
- intelligently => ευφυώς
- intelligentiary => υπηρεσίες πληροφοριών
- intelligential => διανοούμενος
- intelligent => έξυπνος
- intelligency => νοημοσύνη
- intelligencing => πληροφοριών
- intelligencer => πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών
- intelligence test => Δοκιμασία νοημοσύνης
- intelligence service => Υπηρεσία Πληροφοριών
Definitions and Meaning of intelligibility in English
intelligibility (n)
the quality of language that is comprehensible
intelligibility ()
The quality or state of being intelligible; clearness; perspicuity; definiteness.
FAQs About the word intelligibility
ευκρίνεια
the quality of language that is comprehensibleThe quality or state of being intelligible; clearness; perspicuity; definiteness.
κατανοητότητα,ευανάγνωση,Ευανάγνωστο,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,Διορατικότητα,ανοιχτότητα,Αναγνωσιμότητα,ευθύτητα,σαφήνεια
αμφισημία,Διασάφηση,αδιαπερατότητα,Ακαταληψία,ακαταληψία,λοξότητα,Λοξότητα,Ασαφής,αδιαφάνεια,αδιαφάνεια
intelligentsia => Διανόηση, intelligently => ευφυώς, intelligentiary => υπηρεσίες πληροφοριών, intelligential => διανοούμενος, intelligent => έξυπνος,