Greek Meaning of fuzziness

θόλωμα

Other Greek words related to θόλωμα

Definitions and Meaning of fuzziness in English

Wordnet

fuzziness (n)

the quality of being indistinct and without sharp outlines

FAQs About the word fuzziness

θόλωμα

the quality of being indistinct and without sharp outlines

αμφισημία,νεφοσκεπής,λυκόφως,λιποθυμία,Ομίχλη,Θολότητα,αοριστία,ασαφήνεια,Θολούρα,Μυστήριο

φωτεινότητα,βεβαιότητα,σαφήνεια,σαφήνεια,διακριτότητα,ευκρίνεια,ευανάγνωση,προφανές,απλότητα,κατανοητότητα

fuzzed => θολωμένος, fuzz => χνούδι, fuzee => Ατράκτιο, fuze, plug => ασφαλειοδιακοπτης , φιτιλι, fuze => φυτίλι,