Greek Meaning of self-evidence

Αυτοφανερότητα

Other Greek words related to Αυτοφανερότητα

Definitions and Meaning of self-evidence in English

Webster

self-evidence (n.)

The quality or state of being self-evident.

FAQs About the word self-evidence

Αυτοφανερότητα

The quality or state of being self-evident.

σαφήνεια,προφανές,διαφάνεια,ευκρίνεια,απλότητα,ευθύτητα,Κατανοητότητα

αδιαπερατότητα,ακαταληψία,μυστήριο,Ασαφής,βάθος,παράξενο,σκοτάδι,βάθος,Ανεξερευνήσιμος,θολότητα

self-estimation => Αυτοεκτίμηση, self-esteem => Αυτοεκτίμηση, self-established => αυτοτελής, self-enjoyment => αυτοαπόλαυση, self-enclosed => αυτόνομος,