Greek Meaning of self-evidently
προφανώς
Other Greek words related to προφανώς
Nearest Words of self-evidently
- self-evident truth => Αυταπόδεικτη αλήθεια
- self-evident => αυτοφανής
- self-evidence => Αυτοφανερότητα
- self-estimation => Αυτοεκτίμηση
- self-esteem => Αυτοεκτίμηση
- self-established => αυτοτελής
- self-enjoyment => αυτοαπόλαυση
- self-enclosed => αυτόνομος
- self-employed person => Αυτοαπασχολούμενος
- self-employed => Αυτοαπασχολούμενος
- self-evolution => Αυτοεξέλιξη
- self-exaltation => Αυτοεξύμνηση
- self-examinant => αυτοεξεταστικός
- self-examination => αυτοεξέταση
- self-examining => αυτοεξέταση
- self-existence => αυτονομία
- self-existent => αυτοϋποστατος
- self-explaining => αυτοεξηγούμενo
- self-explanatory => αυτοεξηγούμενο
- self-exposure => αυτοέκθεση
Definitions and Meaning of self-evidently in English
self-evidently (r)
in a self-evident manner
FAQs About the word self-evidently
προφανώς
in a self-evident manner
φαινομενικά,σαφώς,σαφώς,προφανώς,προφανώς,αισθητά,φανερά,ψηλαφητά,προφανώς,με διάκριση
κρυφά,εγκληματικά,μυστικά,κρυφά
self-evident truth => Αυταπόδεικτη αλήθεια, self-evident => αυτοφανής, self-evidence => Αυτοφανερότητα, self-estimation => Αυτοεκτίμηση, self-esteem => Αυτοεκτίμηση,