Greek Meaning of self-evidently

προφανώς

Other Greek words related to προφανώς

Definitions and Meaning of self-evidently in English

Wordnet

self-evidently (r)

in a self-evident manner

FAQs About the word self-evidently

προφανώς

in a self-evident manner

φαινομενικά,σαφώς,σαφώς,προφανώς,προφανώς,αισθητά,φανερά,ψηλαφητά,προφανώς,με διάκριση

κρυφά,εγκληματικά,μυστικά,κρυφά

self-evident truth => Αυταπόδεικτη αλήθεια, self-evident => αυτοφανής, self-evidence => Αυτοφανερότητα, self-estimation => Αυτοεκτίμηση, self-esteem => Αυτοεκτίμηση,