Greek Meaning of self-examination
αυτοεξέταση
Other Greek words related to αυτοεξέταση
- στοχασμός
- ενδοσκόπηση
- Αυτοπαρατήρηση
- αυτοπροβληματισμός
- αυτοεξέταση
- αναζήτηση ψυχής
- Εσωστρέφεια
- Διαλογισμός
- αντανάκλαση
- Aυτοανάλυση
- αυτοσυνειδησία
- Αυτοσυνειδησία
- αυτοσυγκέντρωση
- Αυτοανακάλυψη
- Αυτογνωσία
- Αυτοαμφισβήτηση
- αυτοαναγνώριση
- αυτοαναζήτηση
- στοχασμός
- αυτοαπορρόφηση
- Αυτοπραγμάτωση
- εγωκεντρισμός
- Αυτοαντίληψη
- Εγωπάθεια
- Αυτοπραγμάτωση
- Αυτό-εικόνα
- Εγωισμός
- Αυτογνωσία
- αυτοαντίληψη
- Αυτοπραγμάτωση
- αυτοαποκάλυψη
Nearest Words of self-examination
- self-examinant => αυτοεξεταστικός
- self-exaltation => Αυτοεξύμνηση
- self-evolution => Αυτοεξέλιξη
- self-evidently => προφανώς
- self-evident truth => Αυταπόδεικτη αλήθεια
- self-evident => αυτοφανής
- self-evidence => Αυτοφανερότητα
- self-estimation => Αυτοεκτίμηση
- self-esteem => Αυτοεκτίμηση
- self-established => αυτοτελής
- self-examining => αυτοεξέταση
- self-existence => αυτονομία
- self-existent => αυτοϋποστατος
- self-explaining => αυτοεξηγούμενo
- self-explanatory => αυτοεξηγούμενο
- self-exposure => αυτοέκθεση
- self-expression => Αυτοέκφραση
- self-feeder => αυτόματος ταΐστρας
- self-fertilisation => Αυτογονιμοποίηση
- self-fertilised => αυτογονιμοποιημένος
Definitions and Meaning of self-examination in English
self-examination (n)
the contemplation of your own thoughts and desires and conduct
self-examination (n.)
An examination into one's own state, conduct, and motives, particularly in regard to religious feelings and duties.
FAQs About the word self-examination
αυτοεξέταση
the contemplation of your own thoughts and desires and conductAn examination into one's own state, conduct, and motives, particularly in regard to religious fee
στοχασμός,ενδοσκόπηση,Αυτοπαρατήρηση,αυτοπροβληματισμός,αυτοεξέταση,αναζήτηση ψυχής,Εσωστρέφεια,Διαλογισμός,αντανάκλαση,Aυτοανάλυση
No antonyms found.
self-examinant => αυτοεξεταστικός, self-exaltation => Αυτοεξύμνηση, self-evolution => Αυτοεξέλιξη, self-evidently => προφανώς, self-evident truth => Αυταπόδεικτη αλήθεια,