Greek Meaning of soul-searching

αναζήτηση ψυχής

Other Greek words related to αναζήτηση ψυχής

Definitions and Meaning of soul-searching in English

Wordnet

soul-searching (n)

a penetrating examination of your own beliefs and motives

FAQs About the word soul-searching

αναζήτηση ψυχής

a penetrating examination of your own beliefs and motives

στοχασμός,ενδοσκόπηση,αυτοεξέταση,Αυτοαμφισβήτηση,αυτοπροβληματισμός,αυτοεξέταση,αυτοαναζήτηση,Διαλογισμός,αντανάκλαση,Aυτοανάλυση

No antonyms found.

soullessly => άψυχα, soulless => Άψυχος, soulfulness => ψυχικότητα, soulfully => με ψυχή, soulful => συναισθηματικός,