Greek Meaning of self-contemplation

αυτοσυγκέντρωση

Other Greek words related to αυτοσυγκέντρωση

Definitions and Meaning of self-contemplation in English

Wordnet

self-contemplation (n)

the contemplation of your own thoughts and desires and conduct

FAQs About the word self-contemplation

αυτοσυγκέντρωση

the contemplation of your own thoughts and desires and conduct

στοχασμός,ενδοσκόπηση,αυτοεξέταση,Αυτοπαρατήρηση,αυτοπροβληματισμός,αναζήτηση ψυχής,Εσωστρέφεια,Διαλογισμός,αντανάκλαση,αυτοαπορρόφηση

No antonyms found.

self-contained => αυτόνομο, self-consuming => Αυτοκαταναλωτικό, self-constituted => αυτοσυνταχθείς, self-consistent => Αυτοσυνεκτικό, self-consistency => Αυτό-συνέπεια,