Greek Meaning of self-consistent

Αυτοσυνεκτικό

Other Greek words related to Αυτοσυνεκτικό

Definitions and Meaning of self-consistent in English

Wordnet

self-consistent (s)

not self-contradictory

FAQs About the word self-consistent

Αυτοσυνεκτικό

not self-contradictory

συνεκτικός,συμβατός,συμφωνικός,όμοιοσχήμοιος,συνεπής,Σύμφωνο,αρμονικός,αρμονικός,κατάλληλος,Συμφωνος (με)

Αντιφατικό,Ασυμβίβαστο,ασύmbato,ασυνεπής,συγκρουσιακός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,δυσαρμονικός,μη συμβατό,ακατάλληλος

self-consistency => Αυτό-συνέπεια, self-considering => εγωιστής, self-consciousness => Αυτοσυνειδησία, self-consciously => αυτοσυνείδητα, self-conscious => συνειδητός,