Greek Meaning of correspondent (with or to)

Ανταποκριτής (με ή σε)

Other Greek words related to Ανταποκριτής (με ή σε)

Definitions and Meaning of correspondent (with or to) in English

correspondent (with or to)

No definition found for this word.

FAQs About the word correspondent (with or to)

Ανταποκριτής (με ή σε)

συμβατός,Συμφωνος (με),συνεπής,Σύμφωνο,συνεκτικός,συμφωνικός,όμοιοσχήμοιος,μη αντικρουόμενο,ενός κομματιού,αρμονικός

Αντιφατικό,Ασυμβίβαστο,ασύmbato,ασυνεπής,συγκρουσιακός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,δυσαρμονικός,μη συμβατό,ακατάλληλος

correspondences => αλληλογραφία, corresponded (to) => αντιστοιχούσε με, corresponded => αντιστοιχούσε, correspond (to) => αντιστοιχεί (σε), correlating => συσχετίζοντας,