Greek Meaning of corroborated

επιβεβαιωμένος

Other Greek words related to επιβεβαιωμένος

Definitions and Meaning of corroborated in English

corroborated

to support with evidence or authority

FAQs About the word corroborated

επιβεβαιωμένος

to support with evidence or authority

επιβεβαιωμένο,επικυρωμένος,τεκμηριωμένος,βέβαιος,πιστοποιημένο,πειστικός,πειστικός,Αξιόπιστος,πιθανός,σίγουρα

αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός

corrival => Αντίπαλος, corridors => διάδρομοι, corresponding (to) => αντίστοιχος (με), correspondents => Ανταποκριτές, correspondent (with or to) => Ανταποκριτής (με ή σε),