Greek Meaning of corroborated
επιβεβαιωμένος
Other Greek words related to επιβεβαιωμένος
- επιβεβαιωμένο
- επικυρωμένος
- τεκμηριωμένος
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- πειστικός
- πειστικός
- Αξιόπιστος
- πιθανός
- σίγουρα
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- κοινός νους
- στερεός
- ενημερωμένος
- μόνο
- δικαιολογημένη
- λογικός
- λογικός
- πραγματικός
- λογικός
- αιτιολογημένος
- ε разумный
- νηφάλιος
- στερεός
- έγκυρος
- βάσιμος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- χρωματίσιμος
Nearest Words of corroborated
- corrival => Αντίπαλος
- corridors => διάδρομοι
- corresponding (to) => αντίστοιχος (με)
- correspondents => Ανταποκριτές
- correspondent (with or to) => Ανταποκριτής (με ή σε)
- correspondences => αλληλογραφία
- corresponded (to) => αντιστοιχούσε με
- corresponded => αντιστοιχούσε
- correspond (to) => αντιστοιχεί (σε)
- correlating => συσχετίζοντας
Definitions and Meaning of corroborated in English
corroborated
to support with evidence or authority
FAQs About the word corroborated
επιβεβαιωμένος
to support with evidence or authority
επιβεβαιωμένο,επικυρωμένος,τεκμηριωμένος,βέβαιος,πιστοποιημένο,πειστικός,πειστικός,Αξιόπιστος,πιθανός,σίγουρα
αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός
corrival => Αντίπαλος, corridors => διάδρομοι, corresponding (to) => αντίστοιχος (με), correspondents => Ανταποκριτές, correspondent (with or to) => Ανταποκριτής (με ή σε),