Greek Meaning of reasoned
αιτιολογημένος
Other Greek words related to αιτιολογημένος
- καλός
- ενημερωμένος
- δικαιολογημένη
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- ε разумный
- έγκυρος
- κοινός νους
- λογικός
- πειστικός
- Αξιόπιστος
- στερεός
- σκληρός
- μόνο
- ψύχραιμος
- πιθανός
- νηφάλιος
- στερεός
- επικυρωμένος
- βάσιμος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- πειστικός
- λογικός
- επιβεβαιωμένο
- πραγματικός
- σίγουρα
- επαληθευμένο
- χρωματίσιμος
- επιβεβαιωμένος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of reasoned
- reasoner => διανοητής
- reasoning => συλλογισμός
- reasoning backward => Αντίστροφη αιτιολόγηση
- reasoning by elimination => Εξάλειψη επιχειρημάτων
- reasonist => ο λογικιστής
- reasonless => άλογος
- reassail => επιτίθεμαι ξανά
- reassemblage => επανασυναρμολόγηση
- reassemble => επανασυναρμολογώ
- reassembly => Επανασυναρμολόγηση
Definitions and Meaning of reasoned in English
reasoned (s)
logically valid
reasoned (imp. & p. p.)
of Reason
FAQs About the word reasoned
αιτιολογημένος
logically validof Reason
καλός,ενημερωμένος,δικαιολογημένη,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,κοινός νους,λογικός
αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,μη ορθολογικός,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος
reasonably => λογικά, reasonableness => λογικότητα, reasonable care => Λογική φροντίδα, reasonable => λογικός, reason out => καταλαβαίνω,