Greek Meaning of reasoner

διανοητής

Other Greek words related to διανοητής

Definitions and Meaning of reasoner in English

Wordnet

reasoner (n)

someone who reasons logically

Webster

reasoner (n.)

One who reasons or argues; as, a fair reasoner; a close reasoner; a logical reasoner.

FAQs About the word reasoner

διανοητής

someone who reasons logicallyOne who reasons or argues; as, a fair reasoner; a close reasoner; a logical reasoner.

επιχείρημα,εξήγηση,λογαριασμός,λογιστική,συγγνώμη,υπόθεση,δικαιολογία,δικαίωση,σκεπτικό,άλλοθι

συνέπεια,συνέπεια,ανάπτυξη,αποτέλεσμα,μοίρα,Φρούτο,ζήτημα,Αποτέλεσμα,ανάπτυξη,προϊόν

reasoned => αιτιολογημένος, reasonably => λογικά, reasonableness => λογικότητα, reasonable care => Λογική φροντίδα, reasonable => λογικός,