Greek Meaning of consequence
συνέπεια
Other Greek words related to συνέπεια
Nearest Words of consequence
- consenting => συγκαταθέτοντας
- consentient => συγκαταθετικός
- consentaneous => συγκαταθετικός
- consent decree => Διάταγμα συναίνεσης
- consent => συγκατάθεση
- consensus => ομοφωνία
- consensual => συναινετικός
- consecutively => συνεχόμενα
- consecutive operation => διαδοχική λειτουργία
- consecutive => διαδοχικός
- consequent => Αποτέλεσμα
- consequential => συνεπακόλουθος
- consequentially => κατ' επέκταση
- consequently => ως εκ τούτου
- conservancy => Προστασία της φύσης
- conservation => προστασία
- conservation of charge => Νόμος διατήρησης του φορτίου
- conservation of electricity => Εξοικονόμηση ενέργειας
- conservation of energy => Διατήρηση ενέργειας
- conservation of mass => Διατήρηση της μάζας
Definitions and Meaning of consequence in English
consequence (n)
a phenomenon that follows and is caused by some previous phenomenon
the outcome of an event especially as relative to an individual
having important effects or influence
FAQs About the word consequence
συνέπεια
a phenomenon that follows and is caused by some previous phenomenon, the outcome of an event especially as relative to an individual, having important effects o
Αποτέλεσμα,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,επακόλουθο,παροπλισμός,Συμπέρασμα,συνέπεια,ανάπτυξη,αποτέλεσμα,μοίρα
βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,βάση,αιτιότητα,ορίζουσα
consenting => συγκαταθέτοντας, consentient => συγκαταθετικός, consentaneous => συγκαταθετικός, consent decree => Διάταγμα συναίνεσης, consent => συγκατάθεση,